Σύμφωνα με μελέτες που διεξάγονται από τις επίσημες αρχές των ομόσπονδων κρατών της Γερμανίας (BfR) ανιχνεύονται πυρρολιζιδινικά αλκαλοειδή σε διάφορα δείγματα τροφίμων και ζωοτροφών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις, σε υψηλές συγκεντρώσεις. Οι ουσίες αυτές (πυρρολιζιδινικά αλκαλοειδή) παράγονται από τα φυτά ως αμυντικός μηχανισμός ενάντια φυτοφάγων εντόμων, ενώ είναι τοξικές ουσίες. Μέχρι σήμερα, περίπου 600 διαφορετικές ενώσεις έχουν εντοπιστεί σε πάνω από 6.000 φυτά και περίπου οι μισές από αυτές είναι ηπατοτοξικές, δηλαδή βλάπτουν το συκώτι. Από δοκιμές που έγιναν σε ζώα έχει αποδειχθεί ότι ορισμένα αλακλοειδή είναι γενοτοξικά.
Έχει υπολογιστεί ότι το 3% των ανθοφόρων φυτών στον κόσμο περιέχουν αλκαλοειδή πυρρολιζιδινικά. Η παρουσία τους στα φυτά ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το φυτικό είδος και το μέρος του φυτού, επηρεάζεται επίσης από άλλους παράγοντες, όπως το κλίμα και την ποιότητα του εδάφους.
Έχουν εντοπιστεί σε διάφορα βότανα, σε αφεψήματα και στο τσάι. Σε ορισμένα μάλιστα σε υψηλά επίπεδα . Επίσης έχουν ανιχνευθεί στο μέλι, όπου προφανώς περνάνε όταν οι μέλισσες συλλέγουν τη γύρη.
Λόγω της τοξικότητας τους, δεν θα πρέπει να περιέχονται στα τρόφιμα. Το πάνελ για τους επιμολυντές (CONTAM Panel) της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), αξιολόγησε τον κίνδυνο τόσο για οξεία, όσο και για χρόνια έκθεση στο μέλι για τρεις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Περιορίστηκε δε μόνο στο προϊόν αυτό διότι δεν υπάρχουν στοιχεία έκθεσης σε άλλα τρόφιμα που περιέχουν υψηλά επίπεδα πυρρολιζιδινικών αλκαλοειδών.
Με βάση τις παρούσες γνώσεις για τον μεταβολισμό, τον σχηματισμό του DNA, την γενοτοξικότητα και την καρκινογένεση, η CONTAM κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα 1,2-ακόρεστα αλκαλοειδή μπορεί να δράσουν ως καρκινογόνα για τον άνθρωπο και ότι για τα νήπια και τα παιδιά που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες μελιού υπάρχει πιθανώς ανησυχία για την υγεία τους.